- κορονέλλα
- ηζωολ. γένος φιδιών τής οικογένειας colubridae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. coronella < coron- (< λατ. corona < αρχ. ελλ. κορώνη) + κατάλ. -ella].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολουβρίδες — (colubridae). Οικογένεια φιδιών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει δηλητηριώδεις και μη αντιπροσώπους. Οι κ., οι διαστάσεις των οποίων ποικίλλουν από μερικές δεκάδες εκατοστά έως 3 μ. ή και περισσότερο, δεν είναι θραυστήρες ή… … Dictionary of Greek